πρακτορεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρακτόρευσης, πρακτόρευσις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πρακτορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρακτορεύω
  2. θα πρακτορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρακτορεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πρακτορεύσεις θηλυκό