προίκισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προίκισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προικίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προικίζω
προίκισε