προανακρούσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προανακρούσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προανακρούω
- θα προανακρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προανακρούω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προανακρούσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προανάκρουση