προεκτυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεκτυπώνω < προ- + εκτυπώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preprint)

Ρήμα[επεξεργασία]

προεκτυπώνω (παθητική φωνή: προεκτυπώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]