προεκτυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεκτυπώνω < προ- + εκτυπώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preprint)

προεκτυπώνω (παθητική φωνή: προεκτυπώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]