Μετάβαση στο περιεχόμενο

προηγούμενο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προηγούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προηγούμενος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προηγούμενο ουδέτερο

  • γεγονός που έχει συμβεί στο παρελθόν ή συμβαίνει για πρώτη φορά και λειτουργεί ως πρότυπο για να συμβούν στο μέλλον παρόμοια γεγονότα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]