προκρίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκρίνω < προ + κρίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

προκρίνω

  1. προαποφασίζω
  2. προτιμώ, εκλέγω, διαλέγω κάτι ή κάποιον πριν την τελική επιλογή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]