προμαχώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προμαχώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προμαχώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχαία ελληνικά: «Ἐλλήνων προμαχοῦντες»