προπαροξύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαροξύνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
προπαροξύνω
- (γραμματική) οξύνω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο πολυτονικό σύστημα
- (γραμματική) τονίζω την προπαραλήγουσα μιας λέξης στο μονοτονικό σύστημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαροξύνω
|