προσάραξε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσάραξε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προσαράζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προσαράζω
προσάραξε