προσημειώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]προσημειώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του προσημείωση
- εναλλακτικά: προσημείωσης
προσημειώσεως θηλυκό