προσκηνίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσκηνίων ουδέτερο
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του προσκήνιο
- εναλλακτικά: προσκήνιων
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσκηνίων ουδέτερο