προσκύνησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσκύνησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προσκυνώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προσκυνώ
προσκύνησε