προσμετρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσμετρέω < προσ- + μετρέω < μέτρον

Ρήμα[επεξεργασία]

προσμετρέω

  1. προσμετρώ
  2. (ελληνιστική κοινή) κάνω πρόσθετη πληρωμή (σε είδος)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]