προσμετρήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσμετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσμετρώ
- θα προσμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσμετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσμετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσμέτρηση