προσυνεδριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσυνεδριακά < προσυνεδριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προσυνεδριακά ουδέτερο
- με προσυνεδριακό τρόπο ή κατά τη διάρκεια προσυνεδρίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προσυνέδριο, συνέδριο και έδρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυνεδριακά
|