πρωτινοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτινοί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτινοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτινοί
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρωτινοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του πρωτινός