πρωτογενή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρωτογενή αρσενικό, θηλυκό

  1. πρωτογενής στην αιτιατική και κλητική ενικού

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρωτογενή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτογενές