πρωτολειτουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτολειτουργώ < πρωτο- + λειτουργώ

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτολειτουργώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]