πρωτομαθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτομαθαίνω < πρωτο- + μαθαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτομαθαίνω

  1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά
  2. μαθαίνω κάτι πρώτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]