πσκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πσκ < Παρασκευοσαββατοκύριακο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • όπως το αντίστοιχο σκ (για το Σαββατοκύριακο) η λεξή αυτή πιθανότατα έχει προέλευση τη στρατιωτική συνθηματική γλώσσα όπου δηλώνει άδεια από ανωτέρους για το εν προκειμένω διάστημα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pu.suˈku/ → δείτε τη λέξη πουσουκού

Συντομομορφή[επεξεργασία]

πσκ συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Παρασκευοσαββατοκύριακο), μόνο γραπτώς

  1. (στρατιωτική αργκό) άδεια για το Παρασκευοσαββατοκύριακο
  2. (διαδικτυακή αργκό) το τριήμερο από τη Παρασκευή έως τη Κυριακή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]