σκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκ < Σαββατοκύριακο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πιθανώς προήλθε από τη συνθηματική γλώσσα του στρατού όπου χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ στρατιωτών για δήλωση άδειας για το εν προκειμένω διάστημα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
σκ συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Σαββατοκύριακο) άκλιτο, μόνο στον γραπτό λόγο
- (στρατιωτική αργκό) άδεια για το Σαββατοκύριακο
- ↪ Σιγά μη μου δώσουν σκ τα καθοίκια να βγω για κάνα ποτό με τα παιδιά.
- (διαδικτυακή αργκό)
- (ως ουσιαστικό) το Σαββατοκύριακο
- (ενάρθρως, επιρρηματικά) κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου
- ↪ Κι εσύ; Θα κάτσεις σπίτι το σκ;
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκ
|