πταίστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πταίστης < αρχαία ελληνική πταίω, πταισ- + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πταίστης αρσενικό (θηλυκό πταίστρια)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πταίω πταίγω, φταίγω

Πηγές[επεξεργασία]