πτολιπόρθιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτολιπόρθιος < πτόλις + πέρθω

Επίθετο[επεξεργασία]

πτολιπόρθιος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]