πυκνώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πυκνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
  2. θα πυκνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πυκνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πύκνωση