πυρολάτρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρολάτρις < πυρολάτρης + -ις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυρολάτρις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του πυρολάτρης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυρολάτρις
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πυρολάτρις - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)