πυρολάτρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρολάτρης οι πυρολάτρες
      γενική του πυρολάτρη των πυρολατρών
    αιτιατική τον πυρολάτρη τους πυρολάτρες
     κλητική πυρολάτρη πυρολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρολάτρης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrolater[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrolâtre[2] < αρχαία ελληνική πῦρ + λάτρης
μαρτυρείται από το πρώτο μισό του 19ου αι., από τον Δημήτριο Γαλανό (1760-1833), στον λόγιο τύπο πληθυντικού αριθμού πυρολάτραι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρολάτρης αρσενικό (θηλυκό: πυρολάτρισσα και λόγιο πυρολάτρις)

  1. (γενικότερα) αυτός που θεωρεί τη φωτιά θεϊκή δύναμη και τη λατρεύει
  2. (ειδικότερα) οπαδός της θρησκείας του ζωροαστρισμού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πυρολάτρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 πυρολάτρηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.