πώποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πώποτε
- (με άρνηση) ποτέ ως τώρα
- σε επικούς τύπους, πάντα άρνηση, γραμμένο και «πω ποτέ» όπως: Ιλιάδα 3 (Γ), στίχ. 442, ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 650 , ⌘ Ψευδο-Όμηρος, Βατραχομυομαχία, 178
- (μεταγενέστερα, μερικές φορές χωρίς άρνηση)
- (σε ερωτήσεις, υπονοείται άρνηση)
- (με conditional) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ...
Παράγωγα[επεξεργασία]
για άρνηση:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
νέα ελληνικά:
- Πώποτας (επώνυμο)
Πηγές[επεξεργασία]
- πώποτε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πώποτε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.