ραβέντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραβέντι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ravent < περσική راوند (rāvand, "ρήον")
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβέντι ουδέτερο
- λαχανικό του γένους Rheum