ρακόρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακόρ ουδέτερο άκλιτο
- λυόμενος σύνδεσμος, εξάρτημα, συνήθως μεταλλικό, με βόλτες από τη μία πλευρά και ειδικό τρόπο σύσφιξης από την άλλη που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο σωλήνες εκ των οποίων μόνο ο ένας έχει βόλτες
- (κινηματογράφος) η απαραίτητη συνέχεια μεταξύ δύο διαφορετικών πλάνων της ίδιας σκηνής
- ξαναγύρισαν το πλάνο, επειδή η πρωταγωνίστρια κατά λάθος κρέμασε την τσάντα της στον αριστερό ώμο και όχι στο δεξί, κι έτσι χάλασε το ρακόρ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρακόρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακόρ
|