ραμφίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραμφίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ραμφίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ραμφίζω | ράμφιζα | θα ραμφίζω | να ραμφίζω | ραμφίζοντας | |
β' ενικ. | ραμφίζεις | ράμφιζες | θα ραμφίζεις | να ραμφίζεις | ράμφιζε | |
γ' ενικ. | ραμφίζει | ράμφιζε | θα ραμφίζει | να ραμφίζει | ||
α' πληθ. | ραμφίζουμε | ραμφίζαμε | θα ραμφίζουμε | να ραμφίζουμε | ||
β' πληθ. | ραμφίζετε | ραμφίζατε | θα ραμφίζετε | να ραμφίζετε | ραμφίζετε | |
γ' πληθ. | ραμφίζουν(ε) | ράμφιζαν ραμφίζαν(ε) |
θα ραμφίζουν(ε) | να ραμφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράμφισα | θα ραμφίσω | να ραμφίσω | ραμφίσει | ||
β' ενικ. | ράμφισες | θα ραμφίσεις | να ραμφίσεις | ράμφισε | ||
γ' ενικ. | ράμφισε | θα ραμφίσει | να ραμφίσει | |||
α' πληθ. | ραμφίσαμε | θα ραμφίσουμε | να ραμφίσουμε | |||
β' πληθ. | ραμφίσατε | θα ραμφίσετε | να ραμφίσετε | ραμφίστε | ||
γ' πληθ. | ράμφισαν ραμφίσαν(ε) |
θα ραμφίσουν(ε) | να ραμφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ραμφίσει | είχα ραμφίσει | θα έχω ραμφίσει | να έχω ραμφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ραμφίσει | είχες ραμφίσει | θα έχεις ραμφίσει | να έχεις ραμφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ραμφίσει | είχε ραμφίσει | θα έχει ραμφίσει | να έχει ραμφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ραμφίσει | είχαμε ραμφίσει | θα έχουμε ραμφίσει | να έχουμε ραμφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ραμφίσει | είχατε ραμφίσει | θα έχετε ραμφίσει | να έχετε ραμφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ραμφίσει | είχαν ραμφίσει | θα έχουν ραμφίσει | να έχουν ραμφίσει |
|