ροβολάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροβολάω < αβέβαιης ετυμολογίας
Ρήμα[επεξεργασία]
ροβολάω (και ροβολώ) , πρτ.: ροβολούσα και ροβόλαγα, στ.μέλλ.: θα ροβολήσω, αόρ.: ροβόλησα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροβολάω