ροδοψήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροδοψίνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροδοψήνω < ρόδο + -ο- + ψήνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ροδοψήνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]