ρομπόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρομπόλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρομπόλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) πήλινο αγγείο για την αποθήκευση κρασιού και λαδιού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ρομπόλα (ποικιλία σταφυλιού και κρασιού)
- Ρομπολάκης (επώνυμο)
- Ρομπόλης (επώνυμο)
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.