σάμισεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Τόκιο γκέισα με σάμισεν, περίπου 1870

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάμισεν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 三味線 (shamisen)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάμισεν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]