γκέισα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκέισα | οι | γκέισες |
γενική | της | γκέισας | των | γκεισών |
αιτιατική | την | γκέισα | τις | γκέισες |
κλητική | γκέισα | γκέισες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκέισα θηλυκό
- (επάγγελμα) Γιαπωνέζα, ειδικά εκπαιδευμένη στην παραδοσιακή τελετουργία του τσαγιού, το τραγούδι και τον χορό, που κρατάει συντροφιά σε άντρες και τους διασκεδάζει, δεν είναι όμως ιερόδουλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γκέισα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκέισα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιαπωνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)