σέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈse.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐ρι
- τονικό παρώνυμο: σερί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέρι ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο
- (ποτό) απλοποιημένη γραφή του σέρρυ → δείτε τη λέξη sherry
- (γλώσσα) μεξικανική γλώσσα της (αυτόνομης πολιτείας) Σονόρα που μιλιέται μόνο σε δύο χωριά