σαγηνευτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγηνευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σαγηνευτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε σαγηνευτικ(ός) + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

σαγηνευτικώς

Πηγές[επεξεργασία]

  • σαγηνευτικός (& σαγηνευτικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)