Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
σαγηνευτικός
3 γλώσσες
English
Malagasy
Türkçe
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαγηνευτικ
ός
η
σαγηνευτικ
ή
το
σαγηνευτικ
ό
γενική
του
σαγηνευτικ
ού
της
σαγηνευτικ
ής
του
σαγηνευτικ
ού
αιτιατική
τον
σαγηνευτικ
ό
τη
σαγηνευτικ
ή
το
σαγηνευτικ
ό
κλητική
σαγηνευτικ
έ
σαγηνευτικ
ή
σαγηνευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαγηνευτικ
οί
οι
σαγηνευτικ
ές
τα
σαγηνευτικ
ά
γενική
των
σαγηνευτικ
ών
των
σαγηνευτικ
ών
των
σαγηνευτικ
ών
αιτιατική
τους
σαγηνευτικ
ούς
τις
σαγηνευτικ
ές
τα
σαγηνευτικ
ά
κλητική
σαγηνευτικ
οί
σαγηνευτικ
ές
σαγηνευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σαγηνευτικός
<
σαγηνευτής
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
σαγηνευτικός
-ή -ό
που
σαγηνεύει
σαγηνευτικό
χαμόγελο
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
γοητευτικός
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
σαγήνη
σαγήνεμα
σαγηνευτής
,
σαγηνεύτρα
σαγηνεύω
σαγηνευτικά
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
σαγηνευτικός
αγγλικά
:
enchanting
(en)
,
beguiling
(en)
γαλλικά
:
alléchant
(fr)
,
séduisant
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
σαγηνευτικός
3 γλώσσες
Προσθήκη θέματος