σαγηνευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγηνευτικός < σαγηνευτής
Επίθετο
[επεξεργασία]σαγηνευτικός -ή -ό
- που σαγηνεύει
- σαγηνευτικό χαμόγελο
σαγηνευτικός -ή -ό