σαγηνεύτρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγηνεύτρα < σαγηνευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγηνεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη σαγηνευτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγηνεύτρα
|
|