σαλιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλιώνω < σάλιο + -ώνω

σαλιώνω, πρτ.: σάλιωνα, στ.μέλλ.: θα σαλιώσω, αόρ.: σάλιωσα, μτχ.π.π.: σαλιωμένος

  1. απλώνω σάλιο πάνω σε κάτι
    σάλιωσε το γραμματόσημο με τη γλώσσα του και το κόλλησε πάνω στο φάκελο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]