Μετάβαση στο περιεχόμενο

σάλιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάλιο τα σάλια
      γενική του σάλιου των σάλιων
    αιτιατική το σάλιο τα σάλια
     κλητική σάλιο σάλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σάλια στο στόμα βρέφους

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάλιον < αρχαία ελληνική σίαλον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsa.ʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάλιο ουδέτερο

  1. σωματικό υγρό που εκκρίνεται στο στόμα από τους σιελογόνους αδένες και βοηθά στην πέψη των τροφών
  2. (μεταφορικά) το χρήμα
  3. (μεταφορικά) η κολακεία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]