κολακεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολακεία < αρχαία ελληνική κολακεία < κολακεύω < κόλαξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολακεία θηλυκό
- έπαινος που συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί σε ιδιοτελείς σκοπούς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόλακας