drool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]drool (en)
- μου τρέχουν τα σάλια
- πχ. περιμένοντας το φαγητό, λόγω άνοιας, στον ύπνο κτλ.
- (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ
- (μεταφορικά) λέω ανοησίες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drool (en)
- το σάλιο που τρέχει από το στόμα