drool

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

drool (en)

  1. μου τρέχουν τα σάλια
    • πχ. περιμένοντας το φαγητό, λόγω άνοιας, στον ύπνο κτλ.
  2. (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ
  3. (μεταφορικά) λέω ανοησίες

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drool (en)

  • το σάλιο που τρέχει από το στόμα