σαλμονελώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σαλμονελώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σαλμονέλωση
- εναλλακτικά: σαλμονέλωσης
σαλμονελώσεως θηλυκό