σαπρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπρά < σαπρός

Επίρρημα[επεξεργασία]

σαπρά

  • σάπια, σαπισμένα, παλιά, μουχλασμένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σαπρά