σβηστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σβηστά < σβηστός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σβηστά
- με σβησμένο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβηστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σβηστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σβηστό