σγούψε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σγούψε < λείπει η ετυμολογία

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σγούψε