Μετάβαση στο περιεχόμενο

σημαιοφόρου

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σημαιοφόρου αρσενικό ή θηλυκό