σιγαλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγαλά < σιγαλός

Επίρρημα[επεξεργασία]

σιγαλά

  1. σιγανά, χωρίς να ακούγεται κάποιος δυνατός ήχος
    Ήσυχα και σιγαλά, //διψώντας τα φιλιά μας, //από τ' άγνωστο γλιστράς //μέσα στην αγκαλιά μας. (Κωστής Παλαμάς, Ο Τάφος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σιγαλά