σκανδαλίζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σκανδαλίζομαι, π.αόρ.: σκανδαλίστηκα, μτχ.π.π.: σκανδαλισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος σκανδαλίζω
σκανδαλίζομαι, π.αόρ.: σκανδαλίστηκα, μτχ.π.π.: σκανδαλισμένος